Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ,ΕΝΑΣ ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ οι αναμνήσεις μου ... Γεννήθηκα και ζω στη Βούλα, μεγάλωσα στην πλατεία της. Βρίσκομαι εδώ ακόμα και βιώνω την καθημερινότητα της με εικόνες, χρώματα, ήχους που αλλάζουν καθημερινά, μα στην καρδιά μου είναι ίδια και αγαπημένα. Είναι σαν να μην έχουν περάσει τουλάχιστον 35 χρόνια από τότε που μπορώ να θυμάμαι. Τότε, που μικρό κοριτσάκι έπαιζα σε μια πλατεία γεμάτη κόσμο, που ερχόταν να περάσουν κάποιους καλοκαιρινούς μήνες, μια πλατεία γεμάτη ζωή. Θυμάμαι την καφετέρια που είχαν οι δικοί μου, δούλευαν πολύ, στα δικά μου μάτια όμως ήταν μια γιορτή! Άνθρωποι που γνωρίζονταν μεταξύ τους, φιλίες, μεγάλες παρέες στα τραπέζια που είχαν κάνει στέκι αυτό το κομμάτι της γραφικής πλατείας. Έφηβοι εκείνης της εποχής που ξεκινούσαν τη ζωή τους με όνειρα και έρωτες που άρχιζαν τότε και διαρκούν μέχρι σήμερα. Οι ηθοποιοί το παλιού κινηματογράφου που έρχονταν να απολαύσουν έναν καφέ ή ένα γλυκό. Θυμάμαι του έβλεπα μπροστά μου και έτρεχα για το πολυπόθητο αυτόγραφο που θα με έκανε να <<κοκορεύομαι>> στους φίλους μου. Μαγαζιά η πλατεία μας δεν είχε πολλά. Ήταν όμως αρκετά για να ικανοποιήσουν τις καθημερινές μας ανάγκες. Υπήρχαν μπακάλικα, κρεοπωλεία, το ζαχαροπλαστείο μας, φούρνοι, καφενεία, ταβέρνες, ψιλικατζίδικα. Στο κέντρο της πλατείας ήταν η αφετηρία με τα λεωφορεία. Η τράπεζα και το ταχυδρομείο ήταν αυτοκίνητα που έρχονταν κάθε πρωί για κάποιες ώρες. Είχαμε μια μεγάλη κατασκήνωση κάθε καλοκαίρι στο κεντρικό πάρκο. Γνωρίζαμε παιδιά από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Έρχονταν να απολαύσουν τη θάλασσα, τον καθαρό αέρα και την ήρεμη παραθεριστική ζωή της πόλης μας. Το σχολείο ήταν τριθέσιο δημοτικό, δεν υπήρχε γυμνάσιο και έπρεπε τα παιδιά να πηγαίνουν στη Γλυφάδα . Η εικόνα του σχολείου έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη μου με μαθητές από δύο ή τρεις τάξεις σε μια αίθουσα και τη δασκάλα να προσπαθεί να διδάξει διαφορετικά μαθήματα σε κάθε παιδί. Το προαύλιο ήταν μεγάλο με χαλίκι και ελιές τριγύρω. Τα σπίτια της Βούλας κτίζονταν κυρίως γύρω από την πλατεία και προς την παραλία, ελάχιστα σπίτια ήταν πιο ψηλά. Το Πανόραμα ήταν τόπος κυνηγιού. Εγώ μεγάλωσα σε ένα σπίτι στο κέντρο της πλατείας. Σήμερα, αυτό το σπίτι είναι ταβέρνα. Εγώ όμως ξέρω κάθε γωνιά του και το βλέπω μόνο σαν ένα χώρο που είχε κρύψει τις σκανταλιές μου. Θυμάμαι την μεγάλη αυλή μπροστά με μια πέτρινη μάντρα και ένα μεγάλο ευκάλυπτο. Στο πίσω μέρος είχε τρεις ευκάλυπτους, εκεί συνήθως παίζαμε με τα παιδιά της γειτονιάς. Αγαπημένη μου διασκέδαση ήταν τα θερινά σινεμά. Εκεί περνούσα αρκετές ώρες τα βράδια. Όχι ότι καταλάβαινα όλες τις ταινίες, αλλά με μάγευαν οι εικόνες της οθόνης. Όταν τελείωνε το σινεμά, γέμιζε η πλατεία από κόσμο. Σήμερα, η εικόνα της πλατείας είναι διαφορετική. Περισσότερα μαγαζιά, τράπεζες, ταχυδρομείο, σχολεία και νέος κόσμος Κόσμος, που ήρθε να ζήσει στην πόλη μας και να ξεφύγει από τους γρήγορους ρυθμούς της Αθήνας και του Πειραιά. Ένας κόσμος που πρέπει να νιώσει ότι η πόλη έχει ένα τοπικό χαρακτήρα και μια ομορφιά που πρέπει κανείς να την ζει και να την γεύεται καθημερινά. Να καταλάβει ότι δεν πρέπει να την κάνει να ζει στα πρότυπα της πόλης που άφησε.
|